- στερίζω
- Αστερώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται στον αόρ. ἐστέρισεν σε επιγραφή, σχηματισμένος πιθ. χάριν μετρικών αναγκών (πρβλ. το συνθ. ἀπο-στερίζω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ՀԱՍՏԱՏԵՄ — (եցի.) NBH 2 0055 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c ն. στερεόω, στερίζω, ἴστημι, ἑφίστημι, βεβαιόω stabilio, consolido, colloco, statuo, firmo, constituo, roboro πήγνυμι pango եւն. Հաստատ զետեղել. դնել,. կանգնել … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)